Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019


Τα φρούτα της θάλασσας




Φρούτα της θάλασσας τα λένε οι Γάλλοι, fruits de mer δηλαδή.
Εμείς τα λέμε θαλασσινά.
Καλοκαίρι είναι, παραθαλάσσιες ταβέρνες ή ουζερί, μεζέδες, ας βάλουμε σήμερα ένα καλοκαιρινό πιάτ.. άρθρο, παρόλο που έχουμε μπει στην κεσατλίδικη βδομάδα κι έτσι δεν θα το δουν πολλοί - αλλά γι’ αυτό είναι οι επαναλήψεις.

Τα θαλασσινά μπορούμε να τα χωρίσουμε σε μερικές μεγάλες κατηγορίες: μαλάκια (όστρακα όπως στρείδια, μύδια και κυδώνια αλλά και κεφαλόποδα όπως χταπόδια και καλαμάρια), καρκινοειδή όπως γαρίδες, καραβίδες, καβούρια και αστακούς ή και εχινόδερμα όπως οι αχινοί.

Όμως εμείς εδώ δεν κάνουμε ζωολογική μελέτη, εμείς ως γνωστόν λεξιλογούμε, οπότε τα θαλασσινά θα τα εξετάσουμε από λεξιλογική, ετυμολογική και φρασεολογική άποψη. Κι επειδή η πιατέλα είναι μεγάλη και φορτωμένη, ξεκινάμε χωρίς άλλες εισαγωγές.

Ξεκινάμε, τυχαία, από τις γαρίδες. Η γαρίδα προέρχεται από το αρχαίο καρίς. Από τη συμπεριφορά με το άρθρο στην αιτιατική, την καρίδα > την γκαρίδα, η καρίς έγινε γαρίδα.
Επειδή τα μάτια της γαρίδας φαίνονται γουρλωμένα, όπως του πρωθυπουργού, λέμε «γαρίδα το μάτι του» για κάποιον που λαχταράει κάτι ή για έναν περίεργο που παρατηρεί αδιάκριτα αλλά και για κάποιον που δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Τα γαριδάκια που έκαναν θραύση όταν ήμουν μικρός (υπάρχουν ακόμα;) δεν περιέχουν βέβαια γαρίδα -από το σχήμα ονομάστηκαν  έτσι. Να εξομολογηθώ πως δεν μου άρεσαν.

Περνάμε στις καραβίδες, μεγαλύτερες και ακριβότερες από τις γαρίδες. Έλκουν
την καταγωγή, ετυμολογικά εννοώ, από το αρχαίο «κάραβος» που δήλωνε είτε τις καραβίδες είτε τους αστακούς. Όμως κάραβος ονομάστηκε στα ελληνιστικά χρόνια και ένα ελαφρό πλοιάριο -και από το υποκοριστικό, το καράβιον, έχουμε και το σημερινό καράβι.  Καράβι και καραβίδα, δηλαδή, είναι ξαδέρφια ετυμολογικώς.
Οι ταχτικοί μας αναγνώστες ξέρουν ότι στην ιδιόλεκτο του ιστολογίου «καραβίδα» λέμε μια πρόταση που περιέχει συσσωρευμένα αλλεπάλληλα πραγματολογικά λάθη.

 Μελετήσαμε τον αστακό, που είναι κι αυτός αρχαίος, με αφομοίωση από το αρχαιότερο οστακός, από το οστούν. Λέμε «κόκκινος σαν αστακός» για κάποιον που έχει κοκκινίσει, από το θυμό του ή από άλλη αιτία, λέμε και «αρματωμένος σαν αστακός» διότι πράγματι ο αστακός κάνει εντύπωση με τις φοβερές δαγκάνες του. Περισσότερα για τον αστακό και τη συγγένειά του με τις ακρίδες σε ξένες γλώσσες σε ένα παλιότερο άρθρο.

Θα κλείναμε την πρώτη αυτή κατηγορία με τον κάβουρα, αλλά αποφάσισα να του αφιερώσω ειδικό άρθρο, καθώς έχει πολύ μεγάλο φρασεολογικό πλούτο -άλλωστε δεν είναι αμιγώς θαλασσινό. Κάποια άλλη φορά λοιπόν θα πούμε για τον κάβουρα και την περπατησιά του, τα καβούρια της τσέπης, τα καβουράκια και την κυρία καβουρίνα.

Περνώντας στα όστρακα ξεκινάμε από τα στρείδια. Στα αρχαία ήταν «όστρεον» και από το υποκοριστικό, οστρείδιον, έχουμε το σημερινό στρείδι. Κοροϊδεύουμε συχνά την τάση προς υποκορισμό των πωλητών (τιμούλα, αποδειξούλα) αλλά το σημερινό μας λεξιλόγιο το οφείλουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό σε υποκοριστικά. Αυτό το όστρεον πέρασε μέσω λατινικών και στις ξένες γλώσσες, αλλά στην πορεία άλλαξε κι έγινε σχεδόν αγνώριστο (γαλλ. huître, αγγλ. oyster). Λέμε «μας κόλλησε σαν στρείδι» για κάποιον ενοχλητικό ή «κόλλησε πάνω του σαν στρείδι» όταν κάποιος είναι απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο.

Μετά τα στρείδια έχουμε τα μύδια. Τα μύδια είναι… ποντικάκια. Εννοώ ότι η λέξη προέρχεται από το αρχαίο «μυς», ποντικός, μέσω υποκοριστικού *μύδιον, ενώ υπάρχει και αρχαίο «μύαξ». Τι το ποντικίσιο έχουνε τα μύδια, θα αναρωτηθείτε -το χρώμα, το σχήμα, το μέγεθος ακόμα. Ίδιος μηχανισμός και στα λατινικά, όπου ο ποντικός είναι mus, το υποκοριστικό είναι musculus και από αυτό ονομάστηκαν και οι μυς του σώματος (ή οι μύες, ποιος την τηρεί τη διάκριση) που τους λέμε και μούσκουλα, όσο και τα μύδια (mussel στα αγγλικά, moule στα γαλλικά).

Να πούμε όμως δυο λόγια για τα όστρακα γενικώς, μια και τα έχω πρόχειρα σε παλιότερο άρθρο. Όστρακον στ’ αρχαία ήταν όχι μόνο το σκληρό καβούκι της χελώνας ή το κέλυφος διάφορων θαλασσινών, αλλά και τα πήλινα αγγεία και, πολύ σημαντικό, τα θραύσματα από αυτά τα αγγεία.

Σε μια κοινωνία που έκανε τεράστια χρήση πήλινων αγγείων, τα όστρακα αυτά, τα κομμάτια αγγείων, υπήρχαν παντού. Τα σπασμένα όστρακα, μαζί με άμμο, τα χρησιμοποιούσαν σαν είδος τσιμέντου για το οδόστρωμα· πιο μακάβρια, όταν διαβάζουμε πως ο χριστιανικός όχλος στην Αλεξάνδρεια ξέσκισε με όστρακα τις σάρκες της φιλοσόφου Υπατίας, πρέπει να σκεφτούμε πως χρησιμοποίησαν όχι αχιβάδες αλλά κοφτερά κομμάτια αγγείων. Όμως η πιο διάσημη χρήση των οστράκων στην αρχαιότητα ήταν σ’ έναν παράξενο θεσμό που καθιέρωσε η αθηναϊκή δημοκρατία την εποχή του Κλεισθένη, όταν ήταν νωπές οι αναμνήσεις από την τυραννία του Πεισίστρατου: κάθε χρόνο η εκκλησία του Δήμου μπορούσε να αποφασίζει τη δεκαετή εξορία κάποιου πολίτη. Ήταν αρχικά μια μέθοδος προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος από επίδοξους τυράννους, αν και αργότερα εξελίχθηκε σε τρόπο απαλλαγής από πολιτικούς αντιπάλους. Οι πολίτες έγραφαν το όνομα του υποψήφιου προς εξορία πάνω σε θραύσματα αγγείων (όστρακα), και είναι γνωστό το ανέκδοτο με τον αγράμματο Αθηναίο που παρακάλεσε τον Αριστείδη τον δίκαιο να γράψει το όνομα «Αριστείδης» πάνω στο όστρακο, χωρίς να τον γνωρίζει. Πολύ λογικά, το έθιμο ονομάστηκε οστρακισμός ή εξοστρακισμός.

Για τα άλλα όστρακα, αχηβάδες (ναι, έτσι γράφεται), πίνες, χτένια, γιαλιστερές, κυδώνια και καλόγνωμες άλλη φορά. Δεν θα την παραφορτώσουμε την πιατέλα σήμερα.
Περνάμε στα κεφαλόποδα, με πρώτο το χταπόδι. Το χταπόδι έχει οχτώ πόδια και το δηλώνει περήφανα με το όνομά του. Ο αρχαίος οκτάπους έγινε οκταπόδιον και από εκεί χταπόδι. Επειδή το χταπόδι όταν το ψαρέψουμε πρέπει να το χτυπήσουμε σε βράχο για να γίνει τρυφερό («παραγουλίζω» το λέγανε αυτό θυμάμαι), υπάρχει η απειλή «θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν χταπόδι» και η φράση «χτυπάω κάποιον σαν χταπόδι», όταν τον βασανίζουμε, τον ταλαιπωρούμε.

Περνάμε τώρα στα καλαμάρια. Αν σας πω ότι η αρχή της λέξης «καλαμάρι» είναι το καλάμι, δεν θα το αποκλείσετε αφού η ηχητική ομοιότητα είναι πρόδηλη, αλλά θα παραξενευτείτε -τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα και θα την παρουσιάσω επιτροχάδην.
Η λέξη «κάλαμος» στα αρχαία σήμαινε, πέρα από το καλάμι, και τη γραφίδα -το λέμε ακόμα και σήμερα για κάποιον  ότι είναι, ξερωγώ, «δεινός χειριστής του καλάμου». Η λέξη περνάει στα λατινικά και theca calamaria (και οι δυο λέξεις ελληνογενείς) ονομάζεται η θήκη των καλάμων γραφής. Ο λατινικός όρος ξαναπερνάει στα ελληνικά και διευρύνεται ώστε να σημαίνει όχι μόνο τη θήκη μέσα στην οποία φυλασσόταν η πένα, αλλά και το δοχείο μέσα στο οποίο βουτούσαν την πέννα, δηλ. το μελανοδοχείο. Το μελανοδοχείο ονομάστηκε λοιπόν «καλαμάριον» στα ελληνικά και από εκεί ξαναπέρασε στη Δύση, όπου εμφανίζεται τον 8ο αι. στα Ordines Romani.
Κι επειδή το μελανοδοχείο έγινε το σήμα κατατεθέν του γραφιά, του εγγράμματου, του γραμματικού, «καλαμαράς» ονομάστηκε ειρωνικά ο λόγιος, ο άνθρωπος των γραμμάτων, για να τονιστεί η διαφορά του από τον απλό λαό. Και βέβαια, καλαμαράδες ονομάζουν οι κουμπάροι στην Κύπρο τους ελλαδίτες, επειδή μιλάνε μη ιδιωματικά ελληνικά, «καλαμαρίζουν».
To κεφαλόποδο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το μελανοδοχείο, διότι όπως ξέρουμε αμολάει μελάνι.

Μελάνι βεβαίως αφήνει και το χταπόδι, αλλά και η σουπιά. Και από αυτή της την ιδιότητα, έμεινε να ονομάζουμε σουπιά εκείνον που ξεφεύγει από δυσκολίες με τρόπο πονηρό, δόλιο και ύπουλο -τελικά, που φέρεται ύπουλα. «Σου είπα δεν σε θέλω πια γιατί ξηγιέσαι σαν σουπιά».
Η σουπιά προέρχεται από το αρχαίο «σηπία», το οποίο είναι άγνωστης ετυμολογίας -συμπτωματική είναι η ομοιότητα με το ρήμα «σήπομαι». Στα λατινικά πέρασε ως sepia, από το οποίο, ύστερα από διάφορες περιπέτειες που το έκαναν αγνώριστο, το γαλλ. seiche. Στα αγγλικά η σουπιά είναι cuttlefish αλλά ο όρος sepia σημαίνει το μελάνι και το σχέδιο με μελάνι.

Κλείνουμε την περιήγηση με τον αχινό -τα αυγά του σερβίρονται σαν αχινοσαλάτα κι έτσι τον εκδικούμαστε που μας κάνει τη ζωή δύσκολη όταν κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα (λες και φταίει τίποτα). Στα αρχαία ήταν εχίνος, ίδια λέξη για τον αχινό και για τον σκατζόχοιρο -δεν είναι περίεργο. Όταν ήθελαν να το διασαφηνίσουν, έλεγαν «εχίνος χερσαίος» και «εχίνος θαλάσσιος». Δεν αποκλείεται ο εχίνος να συνδέεται με το έχις (φίδι, ερπετό απ’ όπου και η έχιδνα) και με την ιδιότητα του σκατζόχοιρου να τρώει φίδια -λέει ο Μπαμπινιώτης στο ετυμολογικό του. Πρώτα θα ονοματίστηκε λοιπόν ο σκατζόχοιρος και μετά ο αχινός από την ομοιότητα.
Κι εδώ κλείνει ο κύκλος αν και αφήσαμε μιαν εκκρεμότητα στον κάβουρα. Όσοι τυχεροί είναι σε διακοπές, θα έχουν τώρα να συζητήσουν κάτι στο βραδινό ουζερί!



Δημοσίευμα στο ιστολόγιο :

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου