Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019


Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ

και η μελαγχολία των ποιητών





Κώστας Καβάφης

ΚΕΡΙΑ

Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
Τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

***



ΑΠ’ ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.

***


ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ

Την μιά μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.


Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

***


Οδυσσέας Ελύτης

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

«Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του

Γύρω απ’ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες  

Ενώ η αθωότητα
  Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.»

***


Νίκος Καρούζος

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Ο χρόνος είναι γενικός.

Δεν μπορούμε να εντοπίζουμε τα οράματα.
Δεν μπορούμε να μοιράζουμε αστραπές
απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις.
Ένα σκαθάρι το στοχαζόμαστε απέριττα
η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες…
Δεν πάει μια βδομάδα που έβλεπα
δυο μουλάρια στην ύπαιθρο
να ξεραίνουν το θάνατο στη ράχη τους.

Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός.
Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.

***


Τάσος Λειβαδίτης

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από τη συλλογή 25η ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ

«…Αηδίες— ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό 
ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,

όσα δε ζήσαμε αυτά μας ανήκουν…»

***


Κώστας Βάρναλης

ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ


Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά.
Η ύπαρξή μου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θελησή μου λίγη, τάχα ο πόνος μου μεγάλος;

Ω! πούσαι, νιότη, πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!



Κι ο Κ. Βάρναλης, που κάστανα δεν χαρίζει,                                    
«τιμώντας» το κλίμα των Εορτών, τα «χώνει» τσεκουράτα
                                                                                                           (…για όσους χτυπά η καμπάνα)





ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ

Σαράντα σβέρκοι βωδινο με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ’
πίσημοι κι ωραοι.

Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς χτυπά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι κα
γερόντισσες, παιδάκια κα μητέρες
κ' οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι 

ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».


***********

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου